- ιδιοκρατορία
- ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ)αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο-* + -κρατορία (< -κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο-κρατορία, κοσμο-κρατορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek